νεφεληγερέτης

νεφεληγερέτης
νεφεληγερέτης, ὁ (Α)
βλ. νεφεληγερέτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεφεληγερέτης — ο αυτός που μαζεύει τα σύννεφα, επίθ. του Δία στον Όμηρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεφεληγερέτης — νεφεληγερέτα cloud gatherer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… …   Dictionary of Greek

  • κεφαληγερέτης — κεφαληγερέτης, ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α) (κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • νεφεληγερής — νεφεληγερής, ὁ (Α) νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + ηγερής (< ἀγείρω «συγκεντρώνω»), πρβλ. ομ ηγερής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • ορσινεφής — ὀρσινεφής, ές (ΑΜ) αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι νεφής] …   Dictionary of Greek

  • ԱՄՊԱԲԵՐ — ( ) NBH 1 0073 Chronological Sequence: 6c ա. ԱՄՊԱԲԵՐ կամ ԱՄԲԱԲԵՐ. Բերօղ զամպս. որ զամպս յարուցանէ. ամպ հանօղ. ... *Ամպաբեր աստուածս ասէ զինքն Արամազդ. Նոննոս. ըստ յն. ամպայարոյց. νεφεληγερέτης nubs excitans, cogens է մակդիր Արամազդայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՄՊՐՈՊԱՅԻՆ — ( ) NBH 1 0074 Chronological Sequence: 8c ա. որպէս ամպաբեր, կամ ըստ յն. ամպայարոյց, մակդիր Արամազդայ. որ եւ ասի դիոս՝ շանթառաք չաստուած νεφεληγερέτης ζέυς nubes excitans Juppiter որ եւ fulgurator, fulminans, tonans, altitonans. *Կործանեաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”